12-12-2010

Εισαγωγή - Δρ. Αχιλ. Ε. Γεωργιάδης, ρευματολόγος

Εισαγωγή - Δρ. Αχιλ. Ε. Γεωργιάδης, ρευματολόγος

Η φαρμακοδυναμική μελετά το σύνολο των επιδράσεων που μπορεί να προκαλέσει ένα φάρμακο στον οργανισμό. Σαν επίδραση ενός φαρμάκου μπορεί να χαρακτηρισθεί η μεταβολή της λειτουργίας κάποιου κυττάρου, ιστού ή οργάνου. Ένα φάρμακο μπορεί να καταστείλει κάποιες λειτουργίες όταν είναι υπερβολικές (ταχυκαρδία), να διεγείρει κάποιους αδένες για παραγωγή φυσιολογικών ουσιών (αντιδιαβητικά φάρμακα), να σκοτώσει κάποια κύτταρα, καρκινικά ή μικροοργανισμούς, (αντικαρκινικά, αντιμικροβιακά φάρμακα), να ερεθίσει προς παραγωγή ή να αναπληρώσει κάποιες απαραίτητες ουσίες (θεραπεία υποκατάστασης με οιστρογόνα).

Η δράση του εξασκείται εξωκυτταρικά (καθαρτικά φάρμακα) ή ενδοκυτταρικά. Η ενδοκυτταρική δράση μπορεί να εξασκηθεί στην κυτταρική μεμβράνη, στο κυτταρόπλασμα του κυττάρου και στα οργανίδιά του, στον πυρήνα του κυττάρου, αλλά και στο κυτταρικό τοίχωμα ή την κάψα όταν πρόκειται για μικροοργανισμούς.

Για να επιτευχθεί η συγκεκριμένη δράση απαιτείται το φάρμακο να βρίσκεται σε επαρκή συγκέντρωση στο αίμα και στους ιστούς. Με το θέμα αυτό ασχολείται η φαρμακοκινητική.

Όλες οι δράσεις ενός φαρμάκου δεν είναι επωφελείς για τον οργανισμό. Αυτές ονομάζονται ανεπιθύμητες ενέργειες. Οι τελευταίες οφείλονται σε πολλά αίτια που άλλα εξαρτώνται από το φάρμακο και άλλα από τον οργανισμό ή την νόσο. Θεραπευτικό παράθυρο ενός φαρμάκου χαρακτηρίζουμε την διαφορά μεταξύ της ελάχιστης αποτελεσματικής δόσης ή συγκέντρωσης του και της ελάχιστης τοξικής δόσης ή συγκέντρωσης στον οργανισμό. Αν η διαφορά αυτή είναι μικρή τότε το θεραπευτικό παράθυρο είναι στενό, αν είναι μεγάλη τότε το θεραπευτικό παράθυρο είναι ευρύ. Φάρμακα με στενό θεραπευτικό παράθυρο είναι πολύ δύσκολο να τα χειριστούμε. Διότι αν αυξήσουμε λίγο τη δόση στην προσπάθειά μας να βελτιώσουμε το θεραπευτικό αποτέλεσμα θα έχουμε τοξική ανεπιθύμητη ενέργεια, ενώ αν μειώσουμε λίγο τη δόση, τότε δεν θα έχουμε κανένα αποτέλεσμα. Ένα τέτοιο φάρμακο είναι η διγιτοξίνη που χορηγούμε σε καρδιακή ανεπάρκεια ή η θεοφυλλίνη που χορηγούμε σε αναπνευστική ανεπάρκεια. Αντίθετα ένα φάρμακο με ευρύ θεραπευτικό παράθυρο, όπως είναι η αμοξυκιλλίνη (αντιβιοτικό) ακόμη και αν δοθεί σε υπερβολική δόση δύσκολα δημιουργεί τοξικά προβλήματα.

Η δράση ενός φαρμάκου δεν εξαρτάται μόνο από τις φαρμακολογικές παραμέτρους του, αλλά και από την αλληλεπίδραση αυτών με τα βιολογικά συστήματα του οργανισμού. Άρα στην καθημερινή πρακτική θεραπευτική, μόνο υποθέσεις μπορούν να γίνουν για τη δράση κάποιου φαρμάκου, διότι και οι συνθήκες συνεχώς διαφοροποιούνται και οι ασθενείς δεν είναι παρόμοιοι. Θα μπορούσε να συμπεράνει κανείς ότι η αρχή της κλινικής θεραπευτικής είναι η εξατομίκευση της θεραπείας.

Πολλοί είναι οι παράγοντες που προσδιορίζουν την εξατομίκευση της θεραπείας, αυτοί που αφορούν τον ασθενή όπως: η ηλικία, το φύλο, το βάρος, η φυλή, το κάπνισμα, το οινόπνευμα, οι συνυπάρχουσες παθήσεις, οι αλλεργίες, τα συγχορηγούμενα φάρμακα κλπ και αυτοί που αφορούν το φάρμακο όπως η φαρμακοκινητική του, η φαρμακοδυναμική του, οι αντενδείξεις του, οι ανεπιθύμητες δράσεις του, οι δόσεις του και πολλά άλλα. Ο θεραπευτικός μας στόχος είναι να συνδυάσουμε θετικά όλους αυτούς τους παράγοντες μεταξύ τους, και να επιτύχουμε την χορήγηση του κατάλληλου φαρμάκου στον κατάλληλο ασθενή, στην κατάλληλη δόση και για το κατάλληλο χρονικό διάστημα. Όλα αυτά λαμβάνοντας υπ’όψη την υπέρτατη Ιπποκρατική εντολή «ωφελέειν ή μη βλάπτειν».

Εξωκυτταρική δράση φαρμάκων

Η εξουδετέρωση του υδροχλωρικού οξέος του στομάχου από τα αντιόξινα φάρμακα αποτελεί κλασικό παράδειγμα μηχανισμού φαρμάκων που δεν έχει σχέση με το κύτταρο. Χρησιμοποιώντας βάση νατρίου, μαγνησίου ή αργιλίου προκαλούμε χημική αντίδραση με το υδροχλωρικό οξύ του γαστρικού υγρού με αποτέλεσμα τον σχηματισμό ουδέτερου μη ερεθιστικού άλατος για τον βλεννογόνο του στομάχου (NaHCO3 + HCl = NaCl + H2O + CO2).

Ένας περισσότερο πολύπλοκος εξωκυτταρικός μηχανισμός δράσης φαρμάκου είναι ο μηχανισμός δράσης της λακτιτόλης (Importal). Η λακτιτόλη είναι ένας δισακχαρίτης που δεν απορροφάται, ούτε υδρολύεται στο επίπεδο του στομάχου, του δωδεκαδακτύλου και του λεπτού εντέρου. Φτάνει αναλλοίωτος στο παχύ έντερο όπου διασπάται σε οργανικά οξέα από τα τοπικά βακτηρίδια. Τα οργανικά οξέα αυξάνουν τοπικά την οσμωτική πίεση, με επακόλουθο την μετακίνηση νερού από τα τοιχώματα του εντέρου προς τον αυλό, για να επιτευχθεί οσμωτική ισορροπία. Το νερό προκαλεί ενυδάτωση των κοπράνων, κάνοντας τη σύστασή τους μαλθακή και αυξάνοντας τον όγκο τους. Η αύξηση του όγκου προκαλεί ερεθισμό του παχέος εντέρου, αύξηση των περισταλτικών κινήσεων και υπακτικό αποτέλεσμα.

Ένα ακόμη παράδειγμα εξωκυτταρικής δράσης φαρμάκων είναι και οι χηλικές ενώσεις ή φάρμακα. Πρόκειται για ουσίες που έχουν την ικανότητα να δεσμεύουν τα μεταλλικά ιόντα, όταν βρίσκονται σε υπερβολικά ποσά στον οργανισμό, όπως π.χ. ο σίδηρος, σε περιπτώσεις αιμοσιδήρωσης, ο μόλυβδος σε δηλητηριάσεις κλπ, να δημιουργούν υδατοδιαλυτές ενώσεις και να τα αποβάλλουν από τον οργανισμό διαμέσου των νεφρών. Μία τέτοια ουσία είναι η δεσφερειοξαμίνη (Desferal) που χρησιμοποιείται για την θεραπεία της αιμοσιδήρωσης σε ασθενείς με μεσογειακή αναιμία.

Ένας άλλος τρόπος εξωκυτταρικής δράσης φαρμάκου είναι η δράση της ηπαρίνης και των μικρού μοριακού βάρους ηπαρινών που χρησιμοποιούνται για να αναστέλλουν την πήξη του αίματος σε περιπτώσεις θρομβώσεων ή επικειμένων θρομβώσεων. Η ηπαρίνη είναι ένα πολυμερές υψηλού μοριακού βάρους με έντονο αρνητικό φορτίο. Η κυκλοφορία της μέσα στον οργανισμό έχει σαν αποτέλεσμα την σύνδεση με πρωτεΐνες θετικού ηλεκτρικού φορτίου. Μία από αυτές είναι και η αντιθρομβίνη, μία βασική πρωτεΐνη για την εξέλιξη του μηχανισμού της πήξης του αίματος. Για όσο χρονικό διάστημα διατηρείται η ένωση ηπαρίνης-αντιθρομβίνης εμποδίζεται η πήξη του αίματος.

Ενδοκυτταρική δράση φαρμάκων

Παρ’όλο που πρακτικά η δράση των φαρμάκων που χορηγούμε έχει σαν αποτέλεσμα την μεταβολή της λειτουργίας κάποιων οργάνων ή οργανικών συστημάτων, τα περισσότερα φάρμακα δρουν σε επίπεδο κυττάρων μεταβάλλοντας την λειτουργία τους. Τα κύτταρα τότε ονομάζονται κύτταρα στόχοι και τα όργανα που αποτελούνται από αυτά, όργανα στόχοι των φαρμάκων.

Το κάθε φάρμακο σε κυτταρικό επίπεδο συνδέεται με κάποιο στοιχείο του κυττάρου που βρίσκεται στην κυτταρική μεμβράνη, το κυτταρόπλασμα ή τον πυρήνα και μεταβάλλει την λειτουργία του.