17-10-2016

Γιαούρτι και οστά.Αγγελ. Αραβαντινού, Παθολόγος ε., (Aggeliki.Aravadinou@gmail.com).

Γιαούρτι και οστά.Αγγελ. Αραβαντινού,
Παθολόγος ε., (Aggeliki.Aravadinou@gmail.com).
 
 
 
 
Ερευνητές από το Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο της Γενεύης χρησιμοποίησαν τα μέλη της Geneva Retirees Cohort (GERICO), που αποτελείται από υγιείς άνδρες και γυναίκες ηλικίας 65 ετών  και περισσότερο, προκειμένου  να διερευνήσουν τις επιπτώσεις του γήρατος στην υγεία των οστών και των μυών. Κατά την έναρξη της μελέτης χρησιμοποιήθηκε ένα ερωτηματολόγιο κατανάλωσης τροφών όπως και η καταγραφή της σωματικής δραστηριότητας τους.
Η μελέτη συμπεριέλαβε 733 υγιείς μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες που είχαν υποβληθεί σε αξιολόγηση οστικής πυκνότητας (BMD) κατά την έναρξη και 3 χρόνια αργότερα. Η κατανάλωση γιαουρτιού κατηγοριοποιήθηκε ως ποτέ, λιγότερο από μια μερίδα την ημέρα, και μία ή περισσότερες μερίδες την ημέρα, ενώ αξιολογήθηκε ακόμη  η συνολική πρόσληψη ασβεστίου και πρωτεϊνών, όπως και η συνολική ενεργειακή πρόσληψη.
Κατά την έναρξη της μελέτης, οι γυναίκες που κατανάλωναν γιαούρτι (πάνω από 91% του πληθυσμού) είχαν 4,4% υψηλότερη τιμή οστικής πυκνότητας (BMD) στην οσφυϊκή μοίρα της σπονδυλικής στήλης από τις γυναίκες που δεν κατανάλωναν γιαούρτι.
Η BMD στο περιφερικό άκρο της κερκίδας ήταν επίσης 3,4% μεγαλύτερη, όπως ήταν και στην φλοιώδη περιοχή της κνήμης 5,3% μεγαλύτερη, μεταξύ των καταναλωτών γιαουρτιού σε σύγκριση με τους μη καταναλωτές, ακόμα και μετά την προσαρμογή ως προς τον δείκτη μάζας σώματος (ΒΜΙ), τη σωματική δραστηριότητα, και τη συνολική πρόσληψη ασβεστίου και πρωτεϊνών. 
Οι γυναίκες που κατανάλωναν γιαούρτι ήταν επίσης 6.4% πιο αδύνατες από εκείνες που δεν είχαν καταναλώσει ποτέ, και πάλι ανεξάρτητα από την συνολική πρόσληψη θερμίδων και τη φυσική δραστηριότητα.
Ακόμη τα κατάγματα από τραυματισμούς ήταν 19%  στους καταναλωτές γιαουρτιού έναντι 29% στους μη καταναλωτές.
Τρία χρόνια αργότερα, διαπιστώθηκε ότι η απώλεια της BMD στο  ισχίο και στο περιφερικό άκρο της κερκίδας ήταν μειωμένη στους καταναλωτές γιαουρτιού. Το αποτέλεσμα αυτό ήταν και πάλι ανεξάρτητο του BMI, της σωματικής δραστηριότητας, και της πρόσληψης ασβεστίου και πρωτεϊνών.
Σημαντικές διαφορές παρατηρήθηκαν επίσης και στο πάχος των οστών μεταξύ εκείνων που κατανάλωναν καθημερινά γιαούρτι και εκείνων που δεν κατανάλωσαν ποτέ (P = 0.007).
Αντίθετα, δεν παρατηρήθηκε σημαντική διαφορά στη BMD στην οσφυϊκή μοίρα της σπονδυλικής στήλης μεταξύ καταναλωτών γιαουρτιού και μη.
Σύμφωνα με τους ερευνητές τα βακτήρια που περιέχονται σε υψηλής ποιότητας γιαούρτι και είναι υπεύθυνα για τη ζύμωση του γάλατος και φαίνεται ότι είναι αυτά που στο παχύ έντερο βελτιώνουν την απορρόφηση του ασβεστίου και μειώνουν την όποια φλεγμονή.
Από την άλλη πλευρά, τα γαλακτοκομικά προϊόντα που έχουν υποστεί ζύμωση μπορεί να έχουν θετική επίδραση στο μικροβίωμα του εντέρου, το οποίο εμπλέκεται σε ένα ευρύ φάσμα διαταραχών στις οποίες συμπεριλαμβάνεται και η σκελετική υγεία.
Συμπερασματικά μπορεί να τονίσει κανείς ότι η έρευνα αυτή δείχνει ότι οι υγιείς μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες οι οποίες καταναλώνουν τουλάχιστον μια μερίδα γιαουρτιού ημερησίως, έχουν μικρότερο δείκτη μάζας σώματος (BMI), λιγότερο λίπος, και καλύτερη οστική πυκνότητα — τουλάχιστον σε κάποια σημεία του σκελετού — από ότι οι γυναίκες που δεν καταναλώνουν καθόλου γιαούρτι.
Με την πάροδο του χρόνου, οι γυναίκες που κατανάλωναν γιαούρτι είχαν επίσης λιγότερη απώλεια φλοιώδους οστού από τις γυναίκες που δεν κατανάλωσαν ποτέ, και αυτό ήταν ανεξάρτητο από οποιονδήποτε άλλο παράγοντα που θα μπορούσε να εξηγήσει τις διαφορές στην πυκνότητα των οστών, όπως η σωματική δραστηριότητα και η συνολική πρόσληψη ασβεστίου.
 
 
Πηγή = American Society of Bone and Mineral Research 2016 (ASBMR) Annual Meeting; September 18, 2016; Atlanta, Georgia. Abstract 1112.